φαρμακεια

φαρμακεια
    I.
    φαρμακεία
    φαρμᾰκεία
    ἥ
    1) медикамент, лекарство Xen., Plat.
    

αἱ ἄνω φαρμακεῖαι Arst. — рвотные средства

    2) отравление
    

(φ. ἢ ἄλλη κακουργία Dem.)

    αἱ περὴ τὰς φαρμακείας Arst. — собирательницы ядовитых зелий, т.е. колдуньи

    3) отрава, яд
    

(ὀλέθριος φ. Plut.)

    4) ведовство, волшебство NT.
    II.
    φαρμάκεια
     Arst. = φαρμακίς См. φαρμακις

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φαρμακεια" в других словарях:

  • φαρμακεία — φαρμακείᾱ , φαρμάκεια fem nom/voc/acc dual φαρμακείᾱ , φαρμακεία use of drugs fem nom/voc/acc dual φαρμακείᾱ , φαρμακεία use of drugs fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακείᾳ — φαρμακείᾱͅ , φαρμάκεια fem dat sg (attic doric aeolic) φαρμακείᾱͅ , φαρμακεία use of drugs fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαρμακεία — Φαρμακείᾱ , Φαρμάκεια fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαρμακείᾳ — Φαρμακείᾱͅ , Φαρμάκεια fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαρμάκεια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμάκεια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακεία — η 1. η παροχή δηλητηριώδους φαρμάκου. 2. η χρησιμοποίηση δηλητηρίου για διάπραξη εγκλήματος, η δηλητηρίαση, το φαρμάκωμα: Κατηγορείται για φαρμακεία. 3. η θεραπεία με φάρμακο. 4. η μαγεία με φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαρμακεία — (Νομ.). Η χρησιμοποίηση δηλητηρίων για τη διάπραξη εγκλήματος. Κατά τον Ποινικό Νόμο όλων των πολιτισμένων κρατών, η φ. αποτελεί αδίκημα του οποίου η ποινή φτάνει έως την καταδίκη σε θάνατο. Οι αρχαίοι μεταχειρίζονταν δηλητήρια φυτικά, ζωικά ή… …   Dictionary of Greek

  • φαρμακεῖα — φαρμακεῖον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακείας — φαρμακείᾱς , φαρμάκεια fem acc pl φαρμακείᾱς , φαρμάκεια fem gen sg (attic doric aeolic) φαρμακείᾱς , φαρμακεία use of drugs fem acc pl φαρμακείᾱς , φαρμακεία use of drugs fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακείαι — φαρμακείᾱͅ , φαρμάκεια fem dat sg (attic doric aeolic) φαρμακείᾱͅ , φαρμακεία use of drugs fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»