φαρμακεία — φαρμακείᾱ , φαρμάκεια fem nom/voc/acc dual φαρμακείᾱ , φαρμακεία use of drugs fem nom/voc/acc dual φαρμακείᾱ , φαρμακεία use of drugs fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακείᾳ — φαρμακείᾱͅ , φαρμάκεια fem dat sg (attic doric aeolic) φαρμακείᾱͅ , φαρμακεία use of drugs fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαρμακεία — Φαρμακείᾱ , Φαρμάκεια fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαρμακείᾳ — Φαρμακείᾱͅ , Φαρμάκεια fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαρμάκεια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμάκεια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακεία — η 1. η παροχή δηλητηριώδους φαρμάκου. 2. η χρησιμοποίηση δηλητηρίου για διάπραξη εγκλήματος, η δηλητηρίαση, το φαρμάκωμα: Κατηγορείται για φαρμακεία. 3. η θεραπεία με φάρμακο. 4. η μαγεία με φάρμακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαρμακεία — (Νομ.). Η χρησιμοποίηση δηλητηρίων για τη διάπραξη εγκλήματος. Κατά τον Ποινικό Νόμο όλων των πολιτισμένων κρατών, η φ. αποτελεί αδίκημα του οποίου η ποινή φτάνει έως την καταδίκη σε θάνατο. Οι αρχαίοι μεταχειρίζονταν δηλητήρια φυτικά, ζωικά ή… … Dictionary of Greek
φαρμακεῖα — φαρμακεῖον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακείας — φαρμακείᾱς , φαρμάκεια fem acc pl φαρμακείᾱς , φαρμάκεια fem gen sg (attic doric aeolic) φαρμακείᾱς , φαρμακεία use of drugs fem acc pl φαρμακείᾱς , φαρμακεία use of drugs fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακείαι — φαρμακείᾱͅ , φαρμάκεια fem dat sg (attic doric aeolic) φαρμακείᾱͅ , φαρμακεία use of drugs fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)